WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
can't help [sth],
can't help doing [sth],
cannot help
v expr
(feel compelled to do [sth])αναπόφευκτος επίθ
  αναπόφευκτα επίρ
  δεν μπορώ παρά να κάνω κτ περίφρ
 I can't help wondering if she really knows what she's doing.
 Είναι αναπόφευκτο να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει.
 Δεν μπορώ παρά να αναρωτιέμαι αν ξέρει πραγματικά τι κάνει.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
can't help yourself v expr informal (be compelled to do [sth])δεν μπορώ να κάνω αλλιώς έκφρ
 She can't help herself - she has to criticize everything I do.
cannot help but do [sth],
can't help but do [sth]
v expr
(find unavoidable)δεν μπορώ να μην, δεν μπορώ παρά να έκφρ
 I cannot help but notice the enormous coffee stain on the front of your white blouse.
 Δεν μπορώ να μην παρατηρήσω τον τεράστιο λεκέ από καφέ στο μπροστινό μέρος της άσπρης μπλούζας σου.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση can't help στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «can't help».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!